οπότερος

οπότερος
ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, -έρα, -ον (Α)
(αντων.)
1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο
2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε
3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος από τους δύο («ἐὰν... ὁπότερος αὐτοῑν... πράξῃ», Πλάτ.)
4. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὁπότερον και ὁπότερα
(σε πλαγ. ερώτ. και όταν ακολουθούν ένα ή δύο ... ή εἴτε...εἴτε) αν, εάν («ἐβουλεύοντο ὁκότερα ἢ παραδόντες ἢ ἐκλιπόντες... ἄμεινον πρήξουσι», Ηρόδ.)
5. φρ. «οὐδ' ὁπότερος» — κανένας από τους δύο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
επίρρ...
ὁποτέρως (Α)
(σε αναφ. και πλάγ. ερωτ. πρότ. με ορστ.) με ποιον από τους δύο τρόπους ή σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. όπότερος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πότερος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁπότερος — which of two masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκοτέρων — ὁπότερος which of two fem gen pl (ionic) ὁπότερος which of two masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg (ionic) ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτερονοῦν — ὁπότερος which of two masc acc sg ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρω — ὁπότερος which of two masc/neut nom/voc/acc dual ὁπότερος which of two masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρων — ὁπότερος which of two fem gen pl ὁπότερος which of two masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποτέρως — ὁπότερος which of two adverbial ὁπότερος which of two masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg (epic) ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπότερον — ὁπότερος which of two masc acc sg ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκοτέρη — ὁπότερος which of two fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”